- νεοθνης
- νεοθνήςνεο-θνής-ῆτος adj. только что умерший или убитый Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεοθνής — νεοθνής, ό και ἡ (Α) αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θνής (< θ. θνᾱ / θνη τού θνήσκω), πρβλ. ημι θνής] … Dictionary of Greek
νεοθνής — nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθνῆτος — νεοθνής gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek